παραποδύομαι

παραποδύομαι
ΜΑ
μσν.
αποδύομαι σε κάτι
αρχ.
γυμνώνομαι για να συναγωνιστώ, για να αναμετρηθώ με κάποιον («αὐτὸς μὴ ἀντεπιδεικνύναι τὸ εἶδος παραποδυόμενος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀποδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραποδύομαι — παρά ἀποδύνω strip off pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”